Sunday, March 20, 2011

Στα όρια του κόσμου



Φρανσίσκο Καμάτσο αγαπητέ μου, Ντόν Καμάτσο αν προτιμάτε, είπε ο καινούργιος του γείτονας, ο πρώτος που τον επισκέφτηκε απο τη μέρα που έφτασε στο νησί. Δουλεύω στην εφημερίδα, ξέρετε. Να με διαβάσετε. Αφηγούμαι εκεί ιστορίες που εφευρίσκω την προηγούμενη μέρα. Γυναίκες που απατούν τους άντρες τους, τυχοδιώκτες που φτάνουν στην ακτή αυτής της γής, άγριες δολοφονίες και μυστήρια, περιγράφω τέλειες ζωές αλλά και απόλυτες δυστυχίες, αποδράσεις απο φυλακές, μάχες και έρωτες. Στο δημαρχείo της πόλης, στα παλιά σκονισμένα αρχεία που κανείς πλέον δεν επισκέπτεται, απο εκεί παίρνω τις ιστορίες μου. Και τις διασκευάζω κατα τις επιθυμίες μου. Τεράστια η απήχηση. Εχετε και εσείς κάποια ιστορία, υποθέτω. Θα θέλατε να γράψω ένα ωραίο άρθρο για σας;

Ανοιξε τα παράθυρα και ο ήλιος και η μυρωδιά της θάλασσας πλημμύρισε το σπίτι. Ηταν στον παράδεισο. Μια λουλουδιασμένη γή απλώνονταν απο την ακτή μέχρι την κορυφή των βουνών, απο την απεραντοσύνη της θάλασσας μέχρι τον ουρανό. Ηταν άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, ευτυχισμένος και εκστασιασμένος. Θα χανόνταν σε μια καινούργια ζωή, θα άλλαζε συνήθειες, όνειρα και συνείδηση. Ισως,σκέφτηκε, να άλλαζε και το ονομά του. Θα επέλεγε ενα όνομα καινούργιο, εύηχο και ουδέτερο. Να μην προδίδει ούτε την καταγωγή του, ούτε τις προτιμήσεις του, ούτε το παρελθόν του. Κάτι σαν όνομα εταιρίας που να προφέρεται απο όλους, σε όλες τις γλώσσες. Θα κατασκεύαζε εναν καινούργιο κόσμο, μια καινούργια ζωή. Θα ρωτούσε και τον Ντόν Καμάτσο που ήταν ειδικός στις "κατασκευές". Γέλασε με τη σκέψη του. Μάλλον είχε τρελαθεί.

Κατέβαινε συχνά την κατηφόρα του δρόμου, προς την υπαίθρια αγορά με τους μικροπωλητές. Στη μικρή πλατεία με τις πραμάτιες, αντίκρυ στην παλιά εκκλησία των ισπανών και το φάρο που αγνάντευε το πέλαγος, στάθηκε για λίγο χαζεύοντας το άγαλμα του άγνωστου ήρωα της περιοχής, έργο κάποιου φοιτητή των καλών τεχνών. Βίκτωρ Καστίγιο. Κρατούσε ενα σπαθί στο ενα χέρι και ενα βιβλίο στο άλλο. Μάλλον θα ήθελε να ξεκινήσει κάποια επανάσταση και να μορφώσει τον πληθυσμό. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς τη θάλασσα. Μάλλον θα αγνάντευε τη μακρινή Ευρώπη. Η ζωή του κινούνταν στα όρια της φαντασίας. Ιδεολόγος.

Απλωσε μπροστά του την εφημερίδα και έψαξε το άρθρο που του πρότειναν. Ηταν νύχτα, έλεγε η ιστορία, oταν ο κλέφτης μπήκε στο σπίτι απο την πίσω πόρτα. O Nτόν Καμάτσο, αρθρογράφος της εφημερίδας Santo Domingo Noticias βρισκόνταν εκείνη τη στιγμή στο γραφείο του και πληκτρολογούσε ενα άρθρο. Δεν άκουσε έτσι τα βήματα του βραδινού του επισκέπτη, και όταν το αντελήφθει ήταν πλέον αργά. Ακουσε μονάχα κάποια φωνή στη κουζίνα, και ανήσυχος παράτησε τη γραφομηχανή του και έτρεξε στις σκάλες. Μπαίνοντας στην κουζίνα αντίκρυσε με δέος τη γυναίκα του να σπαρταράει απο τους πόνους πνιγμένη στα αίματα. Στο πάτωμα της κουζίνας, πάνω στα ξερά αίματα, διαγράφονταν ακόμα οι άγνωστες πατημασιές του δράστη..."

Ο νέος εξωτικός παράδεισος του άρεσε. Απλοί άνθρωποι οι ντόπιοι, απλές και λιτές οι ζωές τους, απλοϊκές και παιδαριώδεις οι σκέψεις τους. Αλλά μέσα στη μουσική τους και τη θρησκευτική τους ευλάβεια έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Απο το μεγάλο χάρτη αυτού του κόσμου, είχε επιλέξει μια ήρεμη και εξωτική γωνιά για να απολαύσει τον έρωτά του. Είχε ίσως πιο πολλά απο τους ντόπιους. Είχε κάποια γή, ενα πανέμορφο σπίτι στη θάλασσα, μια αυλή γεμάτη λουλούδια και εξωτικά δέντρα, μια αποθήκη γεμάτη φρούτα μπαχαρικά και φαγητά, άλογα και φτηνή υπηρετική βοήθεια. Αυτόνομος και ελεύθερος θα έφτιαχνε εδώ τη βάση του. Μαζί με τη γυναίκα που αγαπούσε. Ηταν μια μοναδική ευκαιρία.

Δεν ήταν άλλωστε ο μόνος που έφτασε άγνωστος σε τούτες τις ακτές. Στις διάφορες παρέες και μπάρ της πόλης, και απο φίλους που έρχονταν στο σπίτι, είχε συλλέξει μια απέραντη συλλογή απο ιστορίες ανθρώπων που ήρθαν εδώ απο ιδεολογία και ανάγκη να ξεφύγουν τις μεγάλες και κουραστικές κοινωνίες, τα μεγάλα σχήματα και τα τυραννικά καθημερινά τρεχάματα της βιοπάλης. Άν και κανείς δεν ήξερε σίγουρα τί ακριβώς ήταν και πρέσβευε ο καθένας τους, μια μικρή κοινότητα ήδη υπήρχε απο πολίτες που στις προηγούμενες ζωές τους έρχονταν απο αλλού, τη μακρινή Ευρώπη και την Αμερική. Τώρα θα έμπαινε κι αυτός στη μικρή τους κοινότητα.

Ετρεξε την παραλία με το άλογο αναπνέοντας την αύρας της θάλασσας. Ο ήλιος έκαιγε το κορμί του ηδονικά, ένοιωθε νέος, υγιής και δυνατός. Κάπου στο τέλος της πανέμορφης παραλίας, βρήκε μια σειρά απο φοίνικες. Κάθισε στη σκιά τους και αγνάντεψε τη μαγική θάλασσα. Στον μακρινό θαλάσσιο ορίζοντα φαντάστηκε τα καράβια των ισπανών να φτάνουν. Ηταν το πρώτο ταξίδι τους στο μακρινό εξωτικό νέο κόσμο. Ξάπλωσε στη σκιά των δέντρων να ξεκουραστεί.

Στη μαγεία της θάλασσας, διάβαζε αργά και το ιστορικό του βιβλίο. Στο δημαρχείο της πόλης είχε βρεί τη μόνη αφήγηση για τον επαναστάτη του αγάλματος. Ωραίος επαναστάτης τούτος ο Βίκτωρ. Είχε έρθει στο νησί με μια γαλλίδα ερωμένη που υπεραγαπούσε. Διαποτισμένος απο τις ιδέες της γαλλικής επανάστασης ξεκίνησε εδώ μια άλλη επανάσταση οργανώνοντας τους ντόπιους. Ηθελε να φτιάξει μια Γαλλία στους τροπικούς. Αλλά τα πράγματα ήταν δύσκολα. Η Ευρώπη ήταν μακριά και οι οργανωμένες ομάδες των ντόπιων τον πολεμούσαν ανελέητα. Τα παραδείσια νησιά δεν χρειαζόνταν επαναστάτες. Μόνον ντόπιους άρχοντες.

Ανακάτεψε τη ζεστή άμμο με τα πόδια του και τεντώθηκε ακόμα περισσότερο. Ηλιος και θάλασσα έλουζαν τώρα το κορμί του. Στον ορίζοντα τα καράβια των ισπανών είχαν σχεδόν φτάσει στην αμμουδιά της ακτής, άκουγες θαρρείς τις φωνές του. Η Ευρώπη ανακάλυπτε τον Νέο Κόσμο. Ενοιωσε τα μάτια του κουρασμένα απο τη νύστα, να κλείνουν πάνω στις σελίδες του βιβλίου. Μέσα στη ηδονή της ζέστας και τις φωνές των ισπανών που έσερναν τις βάρκες στην ακτή, το μυαλό του ζαλισμένα αφομοίωσε την επόμενη παράγραφο του βιβλίου.

"Το τέλος του Βικτωρ Καστίγιο ήταν τραγικό. Ηταν νύχτα oταν ο δολοφόνος μπήκε στο σπίτι του απο την πίσω πόρτα. O Βίκτωρ, καθόνταν εκείνη τη στιγμή στο γραφείο του και έγραφε κάποιο άρθρο για την επανάσταση. Δεν άκουσε έτσι τα βήματα του βραδινού του επισκέπτη, και όταν το αντελήφθει ήταν πλέον αργά. Δέχτηκε μια σειρά απο θανάσιμα χτυπήματα και έπεσε κάτω αίμοφυρτος. Πέθανε απο αιμοραγία εγκατελλειμένος, μέχρι που η γαλλίδα ερωμένη του τον βρήκε νεκρό λίγο αργότερα. Στο πάτωμα της κουζίνας, πάνω στα ξερά αίματα, διαγράφονταν ακομα οι άγνωστες πατημασιές του δράστη..."

2 comments:

  1. ωραίο κομμάτι και ωραίο κείμενο...

    ReplyDelete
  2. Ρία μου ευχαριστώ. Νάσαι καλά με υγεία και δύναμη:)

    ReplyDelete